- ιατρικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἰατρικός, -ή, -όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος»)2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρικήη επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσωννεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το ιατρικότο γιατρικό, φάρμακο που θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο2. φρ. «ιατρικό συμβούλιο» — συμβούλιο ιατρών που συγκαλείται σε περιπτώσεις σοβαρής κατάστασης ενός ασθενούς, επικίνδυνης εξέλιξης τής νόσου ή δυσχερούς διάγνωσής τηςαρχ.1. ο έμπειρος στην ιατρική επιστήμη («γυνὴ ὶατρική», Πλάτ.)2. αυτός που μπορεί να θεραπεύσει, να απαλλάξει από κάτι («περὶ τὴν ψυχὴν... ἰατρικὸς ὤν», Πλάτ.)3. (για φάρμακο) ο κατάλληλος για θεραπεία4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰατρικόνα) φόρος για τη συντήρηση τών γιατρώνβ) το σύνολο τών γιατρών, το ιατρικό σώμα5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰατρικός (ενν. δάκτυλος)ο δείκτης.επίρρ...ιατρικώς και -ά (Α ἰατρικῶς)νεοελλ.από ιατρική άποψηαρχ.1. με ιατρικούς όρους («ἰατρικῶς ἐκφέρεσθαι», Φιλόδ.)2. με εμπειρία στην ιατρική.
Dictionary of Greek. 2013.